συμβούλευ'

συμβούλευ'
συμβούλευε , συμβουλεύω
advise
pres imperat act 2nd sg
συμβούλευε , συμβουλεύω
advise
pres imperat act 2nd sg
συμβούλευε , συμβουλεύω
advise
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
συμβούλευε , συμβουλεύω
advise
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”